- κλυστηρίδιον
- κλυσ-τηρίδιον, τό, Sor.1.125, Orib.Fr.143, Paul.Aeg.3.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλυστηρίδιον — κλυστηρίδιον, τὸ (Α) μικρός κλυστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυστήρ + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. βο ΐδιον, παιγν ίδιον)] … Dictionary of Greek
κλυστηριδίου — κλυστηρίδιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυστηριδίων — κλυστηρίδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυστήρι — το (AM κλυστήριον) (νεοελλ. μσν.) 1. κλυστήρας* 2. κλύσμα* αρχ. κλυστηρίδιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυστήρ + υποκορ. κατάλ. ι(ον), πρβλ. ποτήρ ι(ον), ποτιστήρ ι(ον)] … Dictionary of Greek